άρριζος

άρριζος
-η, -ο (AM ἄρριζος, -ον)
αυτός που δεν έχει ρίζες
νεοελλ.
(για φυτά) αυτό που δεν έχει ακόμη αναπτύξει τις ρίζες του
αρχ.-μσν.
ο αβάσιμος, ο αθεμελίωτος
μσν.
εκείνος που δεν στηρίζεται στη γη, ο αιθέριος, ο ουράνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -ριζος < ρίζα (πρβλ. βαθύρριζος, μακρόρριζος κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἄρριζος — without roots masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρίζως — ἄρριζος without roots adverbial ἄρριζος without roots masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρριζον — ἄρριζος without roots masc/fem acc sg ἄρριζος without roots neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρίζοις — ἄρριζος without roots masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρριζα — ἄρριζος without roots neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρριζοι — ἄρριζος without roots masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέμνα — (Lemna). Γένος μικρών, φανερόγαμων, μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των λεμνιδών ή λημνιδών. Περιλαμβάνει 13 είδη που επιπλέουν σε στάσιμα ή με αργή ροή νερά. Έχουν διάφανο, φυλλοειδή, φακοειδή βλαστό, πλάτους 2 5 χιλιοστών, η επάνω… …   Dictionary of Greek

  • ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”