ἄρριζος — without roots masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρίζως — ἄρριζος without roots adverbial ἄρριζος without roots masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρριζον — ἄρριζος without roots masc/fem acc sg ἄρριζος without roots neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρίζοις — ἄρριζος without roots masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρριζα — ἄρριζος without roots neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρριζοι — ἄρριζος without roots masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέμνα — (Lemna). Γένος μικρών, φανερόγαμων, μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των λεμνιδών ή λημνιδών. Περιλαμβάνει 13 είδη που επιπλέουν σε στάσιμα ή με αργή ροή νερά. Έχουν διάφανο, φυλλοειδή, φακοειδή βλαστό, πλάτους 2 5 χιλιοστών, η επάνω… … Dictionary of Greek
ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… … Dictionary of Greek